- λάζομαι
- λάζομαι, επικ. και ιων. τ. λάζυμαι (Α)1. λαμβάνω, παίρνω, δράττομαι, αρπάζω (α. «λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία», Ομ. Ιλ.β. «πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῡθον», Ομ. Ιλ.)2. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται («λάζυται τὴν γονήν», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε *(σ)λαγ-jομαι < ΙΕ ρίζα *(s)lag- «λαμβάνω, πιάνω» (πρβλ. λαμβάνω, λάβρος) και συνδέεται με αγγλοσαξ. loeccan «λαμβάνω» και αγγλ. latch «μάνταλο». Ο τ. λάζυμαι είναι μεταπλασμένος κατά το αἴνυμαι «παίρνω»].
Dictionary of Greek. 2013.